-
1 αὔξησιν
ростростомΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὔξησιν
-
2 αποδιδωμι
1) передавать, вручать(ἐπιστολήν τινι Xen.)
2) отдавать, возвращать(τινί τι Hom., Soph., Plut.)
ἀποδόσθαι τὸ σῶμα Eur. — пожертвовать своей жизнью, но ἀποδοῦναι τὸ σῶμά τινι Eur. сохранить свою жизнь для кого-л.3) возвращать, платить(τὸ χρέος Her.; καταδίκην Thuc.; τἀργύριον Arph.)
ἀ. λώβην Hom. in tmesi — искупать оскорбление;ἀ. ζημίαν Thuc. — нести наказание4) передавать, присваивать(τέν ἀρχέν ἔς τινα и τινί Her., Plat., Plut.; ὄνομά τινι Plat.)
ἀ. εἰς τέν βουλέν περί τινος Lys. — передавать в судебную коллегию дело о ком-л.5) предоставлять, разрешать(τινὴ βουλεύσασθαι Thuc.: κολάζειν τινά Dem.) или вменять в обязанность, возлагать (τινὴ τοῦ φόνου τὰς δίκας δικάζειν Lys.)
6) давать взамен, воздавать (по заслугам), отплачивать(χάριν Thuc., Isocr., Plut.; τὰς ἀξίας τιμάς τινι Plut.)
7) представлятьλόγον ἀ. Dem. — представлять отчет;
λόγον ἀπόδος ἐφ΄ ὅ τι χρέος ἐμόλετέ ποτε Eur. — объясни, зачем это вы пришли8) приносить, даватьἐπὴ διηκόσια ἀ. Her. — приносить двухсоткратный урожай
9) выдавать(τὰς πόλεις καὴ τέν χώραν, αἰχμαλώτους ἐπὴ μικροῖς λύτροις Plut.)
10) издавать, публиковать, объявлять(νόμους Xen.)
ἀ. τὰς κρίσεις Arst. — иметь суждение, судить11) объяснять, истолковывать, определять(εὐδαιμονίαν Arst.; τέν περίμετρον τῆς νήσου Polyb.)
12) приводить в объяснение(τέν ὕλην Arst.)
13) исполнять, совершать(εὖ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον Arst.; ὑπόσχεσιν Xen.; εὐχήν Plut.)
14) делать(βεβαιότερόν τι Isocr.)
ποιόν τι ἀ. Arst. — придавать чему-л. определенность15) воспроизводить, изображать(τέν ἰδίαν μορφήν Arst.)
16) восстанавливать, возрождать17) восстанавливаться18) прибывать, увеличиваться(ἐς αὔξησιν Her.)
19) преимущ. med. продавать(ἀνδοάποδα Thuc.; med. τι δραχμῆς Xen., χιλίων ταλάντων Plut.)
20) med. давать на откуп(τέν δεκάτην Aeschin.)
-
3 επιδιδωμι
(fut. ἐπιδώσω)1) (также или сверх того) давать, отдавать, передавать(τινί τι Hom. etc.)
ἐπιδοῦναι ἑαυτὸν σφαγιάσασθαι Plut. — отдать себя на заклание2) (тж. προῖκα ἐ. Dem., προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐ. Plat., φερνέν ἐ. Xen. и εἰς φερνέν ἐ. Plut.) давать в приданое(μείλια θυγατρί Hom.; τριάκοντα μνᾶς ἑκατέρᾳ, sc. ἀδελφῇ Lys.)
3) ( в отличие от εἰσφέρω) добровольно вносить, жертвовать(τριακοσίας δραχμάς Isae.; μεγάλας ἐπιδόσεις Dem.)
4) даровать, придавать(εὐμάρειαν χεροῖν Eur.)
5) передавать, вручать(ἐπιστολήν τινι Diod., Plut.)
ψῆφον ἐ. τοῖς πολίταις Plut. — призвать граждан к голосованию6) med. брать в свидетели(θεούς Hom.)
7) med. чтить подношениями(θεάν Hom. - v. l. ἐπιβοάομαι)
8) (тж. ἐ. ἐπὴ τὸ μεῖζον Thuc. и εἰς αὔξησιν Arst.) увеличиваться, расти, разрастаться, возрастать(ἐς ὕψος Her.; εἰς ἰσχύν Plut.)
ἐ. ἐπὴ τὸ βέλτιον Plat. и εἰς τὸ βελτίων εἶναι Arst. — становиться лучше;ἐ. ἐς τὸ ἀγριώτερον Thuc. — все более раздражаться;ἐς τὸ μισεῖσθαι ἐπιδεδωκέναι Thuc. — навлечь на себя еще большую ненависть9) предаваться, отдаваться(εἰς τὸ οἰκεῖον ἔργον Arst.)
10) делать успехи, преуспевать(πρὸς ἀρετήν Plat., Isocr.; πρὸς εὐδαιμονίαν Isocr.)
-
4 καταπνιγω
1) сдавливать, сжимать(τὰς φύσας Arst.)
ἐν τοῖς καταπεπνιγμένοις (sc. τόποις) οἰκεῖν Arst. — жить в помещениях со спертым воздухом2) подавлять, задерживать, останавливать(τέν αὔξησιν Plut.)
οἱ καταπνιγόμενοι ἄνθρακες Arst. — гаснущие угли;φωναὴ καταπεπνιγμέναι Arst. — заглушенные звуки;καταπνιγόμενα ἐν τῷ σώματι ὑγρά Arst. — задерживаемая в теле влага
См. также в других словарях:
αὔξησιν — αὔξησις growth fem acc sg αὖξις fem dat pl (epic) αὐξάνω increase pres subj mp 2nd sg (epic) αὐξάνω increase pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… … Wikipedia
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
ημερότητα — η (AM ἡμερότης) [ήμερος] (για πρόσ. και για ζώα) η πραότητα, η ηπιότητα («ἡμερότης καὶ ἀγριότης», Αριστοτ.) μσν. αρχ. τίτλος Βυζαντινών αυτοκρατόρων («ἡ ἡμετέρα ἡμερότης», Ιουστιν.) αρχ. (για χώρα) η καλλιέργεια («τὴν δέ αὔξησιν καὶ ἡμερότητα»,… … Dictionary of Greek
μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… … Dictionary of Greek
φυή — και δωρ. τ. φυά, ἡ, Α 1. σωματική ανάπτυξη, σωματική διάπλαση, ιδίως αρμονική 2. (για φυτό) ανάπτυξη, βλάστηση 3. η φυσική δύναμη τού ανθρώπου («φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει», Πίνδ.) 4. ηλικία 5. υπόσταση 6. μορφή υπό την οποία εμφανίζεται κάτι… … Dictionary of Greek
χρονικός — ή, ό / χρονικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρόνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.) 2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия